exhortación - ορισμός. Τι είναι το exhortación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exhortación - ορισμός


exhortar      
exhortar (del lat. "exhortari"; "a, con") tr. Inducir a alguien con palabras, razones o ruegos a que haga o deje de hacer una cosa, alguien que tiene autoridad moral o cierto derecho para hacerlo: "Le exhortó a cambiar de conducta". Adhortar. *Aconsejar, *mandar, *pedir, *rogar.
exhorto         
sust. masc.
Derecho. Despacho que libra un juez a otro su igual para que mande dar cumplimiento a lo que le pide.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exhortación
1. Es una exhortación que tiene que ver con un presidente que está en una plaza cercada.
2. Se despidió Rocio Bernal con una exhortación: ?Ojalá no haya más excesos Mario y cumplamos con la responsabilidad del periodista?.
3. Benedicto XVI dio a conocer la exhortación apostólica "Sacramentum Caritatis" resultado de la asamblea general del sínodo de obispos.
4. "La intransigencia, la descalificación, el insulto y la amenaza hacen imposible el diálogo", subrayaba la Exhortación Pastoral de enero de 2002.
5. Una exhortación predecible en un discurso con el parón económico de fondo, pero a la que la mala evolución de la economía europea dio otro empaque.
Τι είναι exhortar - ορισμός